αχολόι

αχολόι
αχολόι, το και αχολογή, η
μεγάλος θόρυβος, ταραχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄχολοι — ἄχολος lacking gall masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχολόι — και αχολόι, το 1. ηχολόγημα 2. ήχοι με ρυθμό και διάρκεια, επομ. άσμα, τραγούδι («αρμονικό κι ολόγλυκο αχολόι», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηχός (ή αχός*) + λόι (< λόγιον < λόγος), πρβλ. συγγενο λόι, αρχοντο λόι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”